- χραίνω
- ΜΑμιαίνω, μολύνω, κυρίως από ηθική άποψη («λέχη δὲ τοῡ θανόντος ἐν χεροῑν ἐμαῑν χραίνω», Σοφ.)αρχ.1. αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου2. χρωματίζω («γυναικὸς τέχνῃ ἐλέφαντα χραινούσης φοίνικι», Μάξ.)3. αλείφω, επαλείφω («τῷ μὲν Γερραῑοι νομάδες χαλκήρεας αἰχμὰς χραίνουσιν», Νίκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ., ο οποίος, κατά την επικρατέστερη άποψη, συνδέεται με τα ρ. χραύω και χρίω και έχει, πιθανότατα, σχηματιστεί υστερογενώς κατ' επίδραση τών μι-αίνω, ξ-αίνω (βλ. και λ. χραύω). Εξάλλου, λόγω τής σημασιολογικής εγγύτητας τού ρ. χραίνω με τα ρ. μιαίνω και χρίω, έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι το ρ. χραίνω έχει προέλθει με συμφυρμό τών δύο αυτών τ., άποψη, όμως, που θεωρείται λιγότερο πιθανή. Τέλος, ελάχιστα πιθανή είναι και η αναγωγή τού ρ. στην ΙΕ ρίζα *ghren- «τρίβω, θρυμματίζω», η οποία αποτελεί εκτεταμένη μορφή τής ρίζας *gher- «τρίβω» (για τη γενική αυτή μορφή ρίζας βλ. λ. χραύω)].
Dictionary of Greek. 2013.